- χωλώς
- Μεπίρρ. βλ. χωλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωλῶς — χωλός lame adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλός — ή, ό / χωλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός 2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια 3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χωλός ζωολ. γένος… … Dictionary of Greek